- κατακλείω
- (AM κατακλείω, Α αττ. τ. κατακλήω και κατακληΐω)1. κλείνω εντελώς και ασφαλώς, κλείνω ολωσδιόλου («κατακληΐσαντες πάσας τάς... πυλίδας», Ηρόδ.)2. περιορίζω κάποιον κάπου, αποκλείω κάποιον εξ ολοκλήρου, κάνω πλήρη αποκλεισμό («τοὺς Ἕλληνας... εἰς νῆσον κατέκλησεν», Θουκ.)3. φρ. «κατακλείω τον λόγο(ν)» — τελειώνω τον λόγο, φθάνω στο τέλος τής ομιλίας μουαρχ.1. βάζω ταριχευμένο σώμα στη θήκη του2. εξαναγκάζω («ἄν... πᾱσαν τὴν δύναμιν νόμῳ κατακλείσητε ἐν τῷ πολέμῳ μένειν», Δημοσθ.)3. (για τέχνη) εξασκώ, εφαρμόζω («τὸ πᾱν τῆς ἑαυτοῡ τέχνης κατέκλεισεν», Ηλιόδ.)4. (σχετικά με λίθους στην αρχιτεκτονική) τοποθετώ, συναρμόζω5. φρ. «κατακλείω τὴν δεξιάν» — σφίγγω το χέρι, ανταλλάσσω χειραψία6. μέσ. κατακλείομαικλείνομαι με τη νύφη στον νυφικό θάλαμο («Τυνδαρίδα κατεκλᾴζετο... ὁ νεώτερος Ἀτρέος υἱῶν», Θεόκρ.)7. παθ. α) πολιορκούμαι («ἐς τὸ τεῑχος κατακλῄεσθαι», Θουκ.)β) περιέρχομαι, καταντώ («τῆς πόλεως εἰς κίνδυνον μέγιστον κατακεκλειμένης», Δημοσθ.)8. φρ. «κατακλείω ἐμαυτόν» — απομονώνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.